αρταίνω
Προφορά
Ετυμολογία
αρταίνω αρχαία ελληνική ἀρτύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αρταίνω
✦ νοστιμίζω το φαγητό με αρτύματα
✦ τρώγω ή δίνω σε κάποιον αρτυμένο φαγητό σε περίοδο νηστείας
✦ (μτφ. ) απολαμβάνω κάτι που το είχα στερηθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–