αρρωστώ


αρρωστώ
Προφορά

Ετυμολογία
αρρωστώ αρχαία ελληνική ἀρρωστῶ

Ερμηνεία
ρήμα αρρωστώ -άς, -ά

✦ γίνομαι άρρωστος
(μτφ. ) υποφέρω, στενοχωριέμαι: όταν ακούω αυτόν τον άνθρωπο να αγορεύει, αρρωστώ
✦ (κ. μτβ.) κάνω κάποιον άρρωστο, κλονίζω την υγεία: τον αρρώστησαν οι καταχρήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.