αρρωστιάρικος


αρρωστιάρικος
Προφορά

Ετυμολογία
αρρωστιάρικος αρρωστώ

Ερμηνεία
αρρωστιάρικος

✦ -α, -ικο κ. αρρωστιάρικος, -η, -ο επίθ. ο επιρρεπής στις αρρώστιες
✦ ασθενικός, αδύνατος

Συνώνυμα
φιλάσθενος
Αντίθετα
γερός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.