αρρωσταίνω
Προφορά
Ετυμολογία
αρρωσταίνω άρρωστος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αρρωσταίνω
✦ είμαι άρρωστος
✦ (μτφ. ) στενοχωριέμαι, υποφέρω
✦ (για φυτά, καρπούς) γίνομαι καχεκτικός, ζαρώνω, μαραίνομαι
✦ η μτχ. αρρωστημένος, -η, -ο (με σημασία επιθ.) νοσηρός: αρρωστημένη φαντασία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–