αρραβωνιαστικιά
Προφορά
Ετυμολογία
αρραβωνιαστικιά αρραβωνιάζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αρραβωνιαστικιά
✦ θηλ. αρραβωνιαστικιά ο μνηστήρας: κι έχεις κι αρραβωνιαστικό που λείπει στο ταξίδι (δημ. τραγ.) – τη ζώνη πο ‘πλεξε η καλή η αρραβωνιαστικιά μου (Ι. Γρυπάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–