αρρίζωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αρρίζωτος αρχαία ελληνική ἀρρίζωτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αρρίζωτος -η, -ο
✦ που δε ρίζωσε: δέντρο καλό πώς πέταξες αρρίζωτο στα ύψη (Ν. Καρούζος)
✦ (μτφ. ) που δε δέθηκε στέρεα με το έδαφος, δεν εγκαταστάθηκε μόνιμα κάπου, «δεν έπιασε ρίζα»: κι ήρθαν οι γύφτοι που ξεπέσαν κι οι αρρίζωτοι ψευτοριζώσαν (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–