αρπακτικός


αρπακτικός
Προφορά

Ετυμολογία
αρπακτικός μεταγενέστερη ελληνική ἁρπακτικός

Ερμηνεία
αρπακτικός

✦ κ. αρπαχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτικός, -ή, -όν) ο ικανός να αρπάζει
✦ που έχει την τάση της αρπαγής
✦ τα αρπακτικά ως ουσ., τα όρνεα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αρπακτικά κ.αρπαχτικά (Κ αρπακτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.