αρπάζω
Προφορά
Ετυμολογία
αρπάζω αρχαία ελληνική ἁρπάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αρπάζω
✦ αφαιρώ με τη βία
✦ (γεν.) κλέβω, οικειοποιούμαι
✦ πιάνω δυνατά και ξαφνικά, αδράχνω: τα χέρια του αρπάξανε σταθερά τα δυο πιστόλια (Διδώ Σωτηρίου)
✦ (μτφ. ) αντιλαμβάνομαι αμέσως, έχω γρήγορη αντίληψη: δεν χρειάζεται να του το εξηγήσεις, τ’ αρπάζει αμέσως
✦ προλαβαίνω και λέγω πρώτος ό,τι ήταν έτοιμος να πει άλλος: φρ. τ’ άρπαξες από το στόμα μου
✦ δέχομαι, προσβάλλομαι ξαφνικά: άρπαξα ένα κρυολόγημα
✦ (μέσ.) αρπάζομαι, πιάνομαι δυνατά από κάτι, κρατιέμαι: αρπάχτηκε από τα κάγκελα
✦ (κ. μτφ.) βρίσκω σημείο στηρίξεως των θέσεών μου: αρπάχτηκε από τα τελευταία της λόγια
✦ πιάνομαι στα χέρια, συμπλέκομαι
✦ οργίζομαι ξαφνικά, εξάπτομαι, φουντώνω: αρπάχτηκε, μόλις άκουσε για λεφτά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–