αρουραίος
Προφορά
Ετυμολογία
αρουραίος αρχαία ελληνική επίθετο ἀρουραῖος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αρουραίος
✦ ποντικός των αγρών
✦ (μτφ. για πρόσ.) πονηρός, δόλιος και δειλός: οι αρουραίοι του συνδικαλιστικού κινήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–