αρνούμαι
Προφορά
Ετυμολογία
αρνούμαι αρχαία ελληνική ἀρνοῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αρνούμαι -είσαι, -είται
✦ λέω όχι
✦ δεν ομολογώ, δεν παραδέχομαι: αρνήθηκε την ενοχή του
✦ δεν αποδέχομαι: αρνήθηκε το βραβείο
✦ δε θέλω να δώσω: αρνήθηκε την εισφορά του
✦ αποκρούω, απορρίπτω
✦ απαρνιέμαι, αποκηρύσσω: αρνήθηκε την πίστη του – αρνήθηκε τις ιδέες του σοσιαλισμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–