αρνητής
Προφορά
Ετυμολογία
αρνητής μεσαιωνική ελληνική ἀρνητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αρνητής
✦ θηλ. αρνήτρια ο αρνούμενος, απαρνούμενος κάτι, φρόνημα, πίστη, αίσθημα: αρνητής των πατρίων – μην είδατε τον αρνητή, τον ψεύτη της αγάπης; (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–