αρνησικυρία


αρνησικυρία
Προφορά

Ετυμολογία
αρνησικυρία άρνησις + κύρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αρνησικυρία

✦ το δικαίωμα του αρχηγού πολιτείας να αρνιέται την κύρωση νόμου
✦ (γεν.) η εξουσία που έχει κάποιος σε υπηρεσία, οργανισμό κτλ., να ακυρώνει τις αποφάσεις άλλων. Διεθ. όρος: βέτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.