αρνησίθρησκος


αρνησίθρησκος
Προφορά

Ετυμολογία
αρνησίθρησκος άρνησις + θρήσκος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αρνησίθρησκος -η, -ο

✦ αυτός που απαρνιέται τη θρησκεία του, εξωμότης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.