αρνησίδοξος


αρνησίδοξος
Προφορά

Ετυμολογία
αρνησίδοξος άρνησις + δόξα (= γνώμη)

Ερμηνεία
επίθετο┘ αρνησίδοξος -η, -ο

✦ αυτός που αποκηρύσσει τις γνώμες και πεποιθήσεις του, που απαρνείται όσα πίστευε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.