αρνί


αρνί
Προφορά

Ετυμολογία
αρνί αρχαία ελληνική ἀρνίον, υποκοριστικό του ἀρήν, γεν. ἀρνός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αρνί

✦ μικρό πρόβατο
(μτφ. ) αθώος, άκακος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.