αρμόζω


αρμόζω
Προφορά

Ετυμολογία
αρμόζω αρχαία ελληνική ἁρμόζω

Ερμηνεία
ρήμα αρμόζω

✦ συνδέω μεταξύ τους δύο ή περισσότερα πράγματα
✦ (μουσ.) ρυθμίζω κατά τους κανόνες της αρμονίας
✦ (αμτβ.) βρίσκομαι σε αρμονία, ταιριάζω, είμαι ο κατάλληλος
✦ (απρόσ.) αρμόζει, πρέπει, ταιριάζει, είναι σωστό: το φέρσιμό σου δεν αρμόζει σε μορφωμένο παιδί

Συνώνυμα
συναρμόζω, συναρμολογώ, μοντάρω
Αντίθετα
αποσυνδέω, ξεμοντάρω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.