αρμυρός
Προφορά
Ετυμολογία
αρμυρός μεσαιωνική ελληνική ἁρμυρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αρμυρός -ή, -ό
✦ που περιέχει αλάτι, που έχει γεύση αλατιού
✦ (μτφ. ) σκωπτικός, πειραχτικός: αρμυρό αστείο
✦ (μτφ. ) ακριβός, υπερτιμημένος: καλό μαγαζί, αλλά κάπως αρμυρές οι τιμές του
Συνώνυμα
τσουχτερός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αρμυρά