αρμονία
Προφορά
Ετυμολογία
αρμονία αρχαία ελληνική ἁρμονία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αρμονία
✦ η κανονική σχέση των μερών προς το σύνολο, η σωστή αναλογία ή διάταξή τους
✦ ευχάριστη συνήχηση δύο ή περισσότερων φθόγγων
✦ (ειδ.) ο κλάδος της μουσικής που μελετά τις συγχορδίες και τους κανόνες της σύνδεσής τους
✦ (μτφ. ) ομόνοια, σύμπνοια: έζησαν με αρμονία τριάντα ολόκληρα χρόνια
Συνώνυμα
συμμετρία, συμφωνία, ευρυθμία ,μελωδικότητα, μουσικότητα
Αντίθετα
δυσαρμονία, δυσαναλογία, ασυμφωνία ,δυσαρμονία, ασυμφωνία
Επιρρήματα
–