αρμολογώ
Προφορά
Ετυμολογία
αρμολογώ μεταγενέστερη ελληνική ἁρμολογέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αρμολογώ -είς, -εί
✦ συνδέω τους αρμούς, τα μέρη ενός συνόλου (ιδ. με την έννοια της τεχνικής εκτέλεσης)
✦ (ειδ.) επεξεργάζομαι την επιφάνεια επαφής των λίθων ενός τοίχου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–