αρμοδιότητα
Προφορά
Ετυμολογία
αρμοδιότητα αρμόδιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αρμοδιότητα
✦ καταλληλότητα
✦ η ειδικότητα κάποιου σε ορισμένο θέμα
✦ δικαιοδοσία, εξουσία κρίσεως ή ενέργειας που απορρέει από δικαιώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αναρμοδιότητα
Επιρρήματα
–