αρμενίζω


αρμενίζω
Προφορά

Ετυμολογία
αρμενίζω άρμενον

Ερμηνεία
ρήμα αρμενίζω

✦ πλέω με τα άρμενα, ιστιοδρομώ
✦ (γεν.) ταξιδεύω: βλέπει καράβια κι έρχονται, βαρκούλες κι αρμενίζουν (δημ. τραγ.)
✦ (κ. μτφ.) περιπλανιέμαι, ονειροπολώ: πού αρμενίζει ο νους σου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.