αρματώνω


αρματώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αρματώνω άρμα

Ερμηνεία
ρήμα αρματώνω

✦ εφοδιάζω με τα άρματα, οπλίζω
✦ εφοδιάζω σκάφος με τα αναγκαία για το ταξίδι (ξάρτια, πανιά κτλ.): βασιλοπούλα αρμάτωνε ολόχρυση φρεγάδα (δημ. τραγ.)
✦ (μέσ.) αρματώνομαι, ετοιμάζομαι για επίθεση
✦ (κ. μτφ.): αυτός ο άνθρωπος… αρματώνεται τώρα για να μας παρουσιάσει τα περασμένα σα μελλούμενα (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
ξαρματώνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.