αρματολός
Προφορά
Ετυμολογία
αρματολός αρματολόγος (= ο ασχολούμενος με τα άρματα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αρματολός
✦ ένοπλος Έλληνας που είχε αναλάβει, με εξουσιοδότηση των Τούρκων, την ασφάλεια ορισμένης περιοχής: δώδεκα χρόνια αρματολός, σαράντα χρόνια κλέφτης (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–