αρμέγω


αρμέγω
Προφορά

Ετυμολογία
αρμέγω μεσαιωνική ελληνική ἀρμέγω

Ερμηνεία
ρήμα αρμέγω

✦ παίρνω το γάλα από τους μαστούς θηλαστικού
(μτφ. ) εκμεταλλεύομαι, αποσπώ χρήματα, ιδ. με επιλήψιμα μέσα: του κόλλησε η μικρή και τον αρμέγει για καλά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.