αρμάτωτος


αρμάτωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αρμάτωτος αρματώνω• η στερητικό σημ. με αναβίβαση του τόνου

Ερμηνεία
επίθετο┘ αρμάτωτος -η, -ο

✦ ξαρμάτωτος, άοπλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.