αριστοτεχνικός
Προφορά
Ετυμολογία
αριστοτεχνικός αριστοτέχνης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αριστοτεχνικός -ή, -ό
✦ ο εκτελεσμένος, δοσμένος με μεγάλη δεξιοτεχνία: αριστοτεχνική απόδοση του ρόλου
Συνώνυμα
αριστουργηματικός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αριστοτεχνικά (Κ αριστοτεχνικώς)