αριστοτέχνης


αριστοτέχνης
Προφορά

Ετυμολογία
αριστοτέχνης αρχαία ελληνική ἀριστοτέχνης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αριστοτέχνης

✦ θηλ. αριστοτέχνισσα (Κ -χνις, -ιδος) ο άριστος σε κάποια τέχνη: αριστοτέχνης του στίχου
✦ (γεν.) ο ικανότατος: είναι αριστοτέχνης στους διπλωματικούς ελιγμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.