αριστοκράτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
αριστοκράτισσα μεταγενέστερη ελληνική ἀριστοκράτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αριστοκράτισσα
✦ θηλ. αριστοκράτισσα (Κ -τις, -ιδος) ο καταγόμενος από ευγενείς
✦ πλούσιος, νεόπλουτος
Συνώνυμα
γαλαζοαίματος, ευπατρίδης
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–