αριστερός
Προφορά
Ετυμολογία
αριστερός αρχαία ελληνική ἀριστερός, πιθανόν από το ἄριστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αριστερός -ή, -ό
✦ ο προς την πλευρά της καρδιάς
✦ (κατ’ επέκτ.) ο προς την πλευρά αυτή σε σχέση με τον απέναντι θεατή: το αριστερό μέρος του πίνακα – η αριστερή σελίδα
✦ ο αριστερόχειρας
✦ (κοινωνιολ.) οπαδός σοσιαλιστικών ή κομουνιστικών ιδεών
✦ η αριστερά ως ουσ., το σύνολο των κομμάτων ή κοινωνικών ομάδων που αποκλίνουν προς το σοσιαλισμό ή τον κομουνισμό
Συνώνυμα
ζερβός
Αντίθετα
δεξής, δεξιός
Επιρρήματα
αριστερά (Κ αριστερώς)