αριστεροστάτης


αριστεροστάτης
Προφορά

Ετυμολογία
αριστεροστάτης αρχαία ελληνική ἀριστεροστάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αριστεροστάτης

✦ αυτός που στέκεται προς τα αριστερά
✦ (η λ. ειδ. για το χορό του αρχαία ελληνική δράματος): ο λαμπροντυμένος χορός των γερόντων… με τους αριστεροστάτες του πλησιέστερου προς τους θεατές ζυγού ευθυτενείς και αγέρωχους (Ν. Χουρμουζιάδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.