αριμάριστος
Προφορά
Ετυμολογία
αριμάριστος ἀ στερητικό + ριμάρω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αριμάριστος -η, -ο
✦ ο χωρίς ρίμα, χωρίς ομοιοκαταληξία, ανομοιοκατάληκτος: σε κανονικούς στίχους εντεκασύλλαβους ή άλλους, ριμαρισμένους ή αριμάριστους (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–