αρθριτικός
Προφορά
Ετυμολογία
αρθριτικός αρχαία ελληνική ἀρθριτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αρθριτικός -ή, -ό
✦ που πάσχει από αρθρίτιδα
✦ που προέρχεται από αρθρίτιδα: αρθριτικοί πόνοι
✦ το ουδ. πληθ. τα αρθριτικά ως ουσ., η αρθρίτιδα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–