αρευστοποίητος


αρευστοποίητος
Προφορά

Ετυμολογία
αρευστοποίητος ἀ στερητικό + ρευστοποιώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αρευστοποίητος -η, -ο

✦ που δε ρευστοποιήθηκε ή δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί
✦ (μτφ. για περιουσιακά στοιχεία) που δε μετατράπηκαν σε χρήμα ή που δεν επιδέχονται τέτοια μετατροπή

Συνώνυμα

Αντίθετα
ρευστοποιημένος, ρευστοποιήσιμος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.