αρετσίνωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αρετσίνωτος ἀ στερητικό + ρετσινώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αρετσίνωτος -η, -ο
✦ που δεν έχει ρετσινωθεί: κρασί αρετσίνωτο
✦ (μτφ. ) που δεν του κόλλησαν ρετσινιά, δεν του έθιξαν την υπόληψη
Συνώνυμα
ακηλίδωτος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–