αρετή
Προφορά
Ετυμολογία
αρετή αρχαία ελληνική ἀρετή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αρετή
✦ προτέρημα, χάρισμα
✦ ικανότητα στην εκτέλεση έργου
✦ ικανότητα συμμόρφωσης προς τις επιταγές της ηθικής, η τάση προς την ηθική τελειότητα: θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία (Α. Κάλβος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ελάττωμα, ατέλεια, μειονέκτημα ,κακία
Επιρρήματα
–