αρεσιά
Προφορά
Ετυμολογία
αρεσιά αρέσω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αρεσιά
✦ αρέσκεια, ευχαρίστηση, ικανοποίηση: όλο γέλιο κι αρεσιά με καινούρια φορεσιά (Κ. Βάρναλης)
✦ φρ. της αρεσιάς (μου, σου, του), του γούστου, της αρεσκείας (μου, σου, του)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–