αργώ
Προφορά
Ετυμολογία
αργώ αρχαία ελληνική ἀργῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αργώ -είς, -εί
✦ είμαι αργός, δεν εργάζομαι
✦ δε λειτουργώ, έχω σκόλη: τα σχολεία αργούν σήμερα
✦ χρονοτριβώ, καθυστερώ
✦ προκαλώ σε κάποιον καθυστέρηση
✦ απέχω χρονικά: αργεί ακόμα η Λαμπρή
Συνώνυμα
αργοπορώ, βραδύνω ,χασομερώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–