αργόσυρτος
Προφορά
Ετυμολογία
αργόσυρτος αργός + σέρνομαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αργόσυρτος -η, -ο
✦ αυτός που σέρνεται αργά, ή που φαίνεται ότι περνά αργά: κι ήρθανε χρόνια… αργόσυρτα (Άγγ. Τερζάκης)
✦ αυτός που έχει αργό ρυθμό: αργόσυρτα ανατολίτικα τραγούδια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–