αργός
Προφορά
Ετυμολογία
αργός αρχαία ελληνική ἀργός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αργός -ή, -ό
✦ άεργος, χωρίς εργασιακή απασχόληση
✦ νωθρός, οκνηρός
✦ βραδυκίνητος
✦ καταδικασμένος σε αργία
✦ (για ζώα, φυτά, γη) που δεν αποδίδει, δεν παράγει
✦ (για ύλη) ακατέργαστος: αργό πετρέλαιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–