αργυρός
Προφορά
Ετυμολογία
αργυρός μεσαιωνική ελληνική ἀργυρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αργυρός -ή, -ό
✦ κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιος: αργυρό μετάλλιο
✦ επαργυρωμένος
✦ (μτφ. ) ο όμοιος με άργυρο στο χρώμα, τον ήχο ή τη λάμψη: αργυρό φεγγάρι – ας το δροσίζει πάντοτε με τ’ αργυρά της δάκρυα η ροδοπέταλος κόρη (Α. Κάλβος)
✦ αργυροί γάμοι, η εικοστή πέμπτη επέτειος του γάμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–