αργοπορώ
Προφορά
Ετυμολογία
αργοπορώ από το επίθετο αργοπόρος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αργοπορώ -είς, -εί
✦ βραδυπορώ: κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες (Γ. Σεφέρης)
✦ φτάνω με καθυστέρηση: μας παίρνει το τρένο τ’ αργοπορημένο (Μ. Στασινόπουλος)
✦ εργάζομαι με καθυστερήσεις
✦ (και μτβ.) καθυστερώ κάποιον: μου έπιασε την κουβέντα και με αργοπόρησε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–