αργοκυλώ
Προφορά
Ετυμολογία
αργοκυλώ αργός + κυλώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αργοκυλώ -άς, -ά
✦ κυλώ αργά: από τα μάτια του αργοκυλούσαν στα μάγουλα δυο δάκρυα χοντρά (Άγγ. Τερζάκης)
✦ φαίνομαι ότι περνώ αργά: οι ώρες αργοκυλούσαν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–