αργαλειός


αργαλειός
Προφορά

Ετυμολογία
αργαλειός από το └ουδ┘ αργαλειό

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αργαλειός

✦ ο υφαντικός ιστός: και πήγα και την εύρηκα στον αργαλειό που υφαίνει (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.