αργία


αργία
Προφορά

Ετυμολογία
αργία αρχαία ελληνική ἀργία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αργία

✦ αποχή από εργασιακή απασχόληση
✦ διακοπή εργασίας επί ένα διάστημα
✦ πρόσκαιρη αποχή από την εργασία, επιβαλλόμενη ως τιμωρία σε δημόσιους λειτουργούς
✦ (εκκλ.) στέρηση του δικαιώματος της ιερουργίας, ως ποινή σε κληρικούς

Συνώνυμα
(η) ουσ. αποχή από εργασιακή απασχόληση | διακοπή εργασίας επί ένα διάστημα | πρόσκαιρη αποχή από την εργασία, επιβαλλόμενη ως τιμωρία σε δημόσιους λειτουργούς | (εκκλ.) στέρηση του δικαιώματος της ιερουργίας, ως ποινή σε κληρικούς
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.