αργάζω
Προφορά
Ετυμολογία
αργάζω αρχαία ελληνική ὀργάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αργάζω
✦ κατεργάζομαι δέρματα: φρ. του άργασε το πετσί (τον έδειρε άγρια)
✦ σκληραγωγώ
✦ μτχ. παθ. πρκμ. αργασμένος (για χωράφια) οργωμένος· (μτφ. για ανθρώπους) που τυραννίστηκε, που πέρασε πολλά, έμπειρος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–