αρβανίτης
Προφορά
Ετυμολογία
αρβανίτης μεσαιωνική ελληνική Ἀρβαν-ίτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αρβανίτης
✦ Αλβανός, ο κάτοικος της Αλβανίας ή ο αλβανόφωνος
✦ (μτφ. ) σκαιός, πεισματάρης, τυραννικός
Συνώνυμα
αρναούτης, τσάμης, γκέκας
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–