αραχνιασμένος


αραχνιασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
αραχνιασμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος αραχνιάζω

Ερμηνεία
αραχνιασμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο σκεπασμένος από ιστό αράχνης, ο γεμάτος αράχνες
(μτφ. ) εγκαταλελειμένος, ερειπωμένος
(μτφ. ) οπισθοδρομικός: αραχνιασμένες ιδέες (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.