αραξοβόλι


αραξοβόλι
Προφορά

Ετυμολογία
αραξοβόλι θ. αορ. του αράζω, κατ’ αναλογ. προς το αγκυροβόλι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αραξοβόλι

✦ θαλάσσιος χώρος κατάλληλος για να αράξουν καράβια
✦ αγκυροβόλιο
(μτφ. ) τόπος όπου μπορεί κανείς να βρει ανάπαυση και ηρεμία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.