αραμαϊκός
Προφορά
Ετυμολογία
αραμαϊκός Αραμαίοι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αραμαϊκός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Αραμαίους (βλ. τμήμα Κυρίων Ονομάτων)
✦ θηλ. η αραμαϊκή ως ουσ. σημιτική γλώσσα συγγενής της εβραϊκής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–