αραλίκι
Προφορά
Ετυμολογία
αραλίκι └τουρκ┘aralik (= χαραμάδα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αραλίκι
✦ ρωγμή, χαραμάδα
✦ διάστημα
✦ άνεση, ευρυχωρία από την αραίωση
✦ (μτφ. ) ευκαιρία, ευχέρεια
✦ ανάπαυση, αργία
Συνώνυμα
χουζούρι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–